Αξιοπλοΐα είναι η απόδοση του διεθνούς όρου “airworthiness” στην ελληνική γλώσσα. Ο υπόψη όρος χρησιμοποιείται στα διεθνή κείμενα που ρυθμίζουν θέματα αεροπορίας και έχει υιοθετηθεί από τους διεθνείς και εθνικούς οργανισμούς πολιτικής αεροπορίας (ICAO, EASA, FAA κ.ά.).
Υφίστανται αρκετοί, ισοδύναμοι μεταξύ τους, ορισμοί της αξιοπλοΐας, στα κανονιστικά κείμενα των υπόψη οργανισμών και στη διεθνή βιβλιογραφία. Για σκοπούς εναρμόνισης με τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ορισμός που υιοθετήθηκε στο π.δ.85/2020 (Α’198), το οποίο καθορίζει τις απαιτήσεις αξιοπλοΐας στρατιωτικών αεροσκαφών και την οργάνωση της ΕΣΑΑ, είναι ο ακόλουθος:
«Αξιοπλοΐα είναι η ικανότητα ενός αεροσκάφους ή άλλου αεροναυτικού συστήματος να λειτουργεί κατά την πτήση και στο έδαφος με αποδεκτή ασφάλεια για το πλήρωμα, τους επιβάτες (εφόσον υφίστανται), τα άτομα στο έδαφος ή άλλα τρίτα μέρη».
Η αξιοπλοΐα καλύπτει ευρύ φάσμα των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής ενός αεροναυτικού συστήματος, και αφορούν στη σχεδίαση, την αρχική πιστοποίηση, την παραγωγή και τη συντήρησή του. Συνοπτικά οι απαιτήσεις αξιοπλοΐας καθορίζουν ότι όλες οι ανωτέρω δραστηριότητες απαιτείται να εκτελούνται σύμφωνα με εγκεκριμένα πρότυπα και διαδικασίες από κατάλληλα εκπαιδευμένο και αδειοδοτημένο προσωπικό, το οποίο εργάζεται σε εγκεκριμένους οργανισμούς.
Κρίνεται σκόπιμο να διευκρινισθεί ότι η αξιοπλοΐα αφορά μόνο το αεροναυτικό σύστημα και τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη διατήρηση της ασφαλούς πτητικής του ικανότητας, και δεν αφορά τους άλλους τομείς – δραστηριότητες της αεροπορίας (κοινοί κανόνες αέρος, αδειοδότηση χειριστών, εναέριος κυκλοφορία, αεροδρόμια κ.ά.).