Ιστορικό Αξιοπλοΐας

Γενικά

Η ασφάλεια είναι έμφυτη έννοια στον ανθρώπινο νου και ο βασικός της ορισμός αφορά στην «απουσία κινδύνου». Η ασφάλεια σχετίζεται με όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες και επομένως όλες οι κοινωνίες επιδιώκουν να είναι οργανωμένες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εγγυώνται τη δημόσια ασφάλεια. Πέρα από την ηθική διάσταση, η ασφάλεια είναι και κοινωνική απαίτηση, καθώς τα ατυχήματα προκαλούν απώλειες ή ζημίες σε άτομα ή περιουσίες και επομένως έχουν κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Για τον λόγο αυτό, δραστηριότητες που δυνητικά θα μπορούσαν να προκαλέσουν απώλειες ή ζημίες ελέγχονται συνήθως από εθνικές αρχές μέσω νομοθεσίας και κανονισμών.

Στο πλαίσιο αυτό, από τα πρώτα βήματα της αεροπορίας, λόγω των κινδύνων με τους οποίους είναι συνυφασμένες οι αεροπορικές δραστηριότητες, η έννοια της ασφάλειας είχε ιδιαίτερη σημασία. Με στόχο την αναβάθμιση του επιπέδου της ασφάλειας των πτήσεων αναγνωρίστηκε από νωρίς η απαίτηση δημιουργίας ρυθμιστικού πλαισίου για όλους τους παράγοντες που την επηρεάζουν και μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τον άνθρωπο, το περιβάλλον και το αεροσκάφος. Τα πρώτα χρόνια οι ρυθμίσεις αυτές γινόταν σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Με τη ραγδαία όμως ανάπτυξη της αεροπορίας, διαπιστώθηκε η ανάγκη τα αεροπορικά θέματα να ρυθμιστούν με κοινό τρόπο σε παγκόσμιο επίπεδο.

Πολιτική Αεροπορία

Για την πολιτική αεροπορία η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε το 1944 με τη Σύμβαση του Σικάγου για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία, με την οποία δημιουργήθηκε ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (International Civil Aviation Organization – ICAO). Σκοπός της Σύμβασης είναι η οργανωμένη, ομαλή και ασφαλής ανάπτυξη της διεθνούς πολιτικής αεροπορίας, καθώς και η ανάπτυξη των διεθνών αερομεταφορών στη βάση της ισότητας των ευκαιριών και η λειτουργία αυτών σε υγιή και οικονομική βάση. Πέραν των άλλων θεμάτων που ρυθμίστηκαν, με συγκεκριμένα άρθρα και με το Παράρτημα (Annex) 8 της Σύμβασης, θεσπίζεται η έννοια της αξιοπλοΐας (airworthiness) και θεσμοθετούνται διεθνή πρότυπα, απαιτήσεις και συνιστώμενες πρακτικές για την προαγωγή της ασφάλειας των πτήσεων.

Το άρθρο 3 της Σύμβασης του Σικάγου εξαιρεί τα κρατικά αεροσκάφη (state aircraft) από το πεδίο εφαρμογής της, εννοώντας ως τέτοια αυτά που εκτελούν στρατιωτικές, τελωνειακές και αστυνομικές υπηρεσίες.

Με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη του ρυθμιστικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο και την εφαρμογή των προβλέψεων του ICAO, όσα από τα συμβεβλημένα κράτη δεν είχαν ήδη ενεργήσει, προχώρησαν σταδιακά στη δημιουργία Αρχών Πολιτικής Αεροπορίας, ορισμένα δε εξ αυτών αποφάσισαν να συνεργαστούν και σε συλλογικό επίπεδο αποφασίζοντας τη συγκρότηση οργανισμών για τη διαχείριση των θεμάτων αεροπορίας σε περιφερειακό επίπεδο. Σημαντικοί σταθμοί σε διεθνές επίπεδο είναι η δημιουργία της FAA (Federal Aviation Administration) το 1958 ως μετεξέλιξη προϋπαρχόντων φορέων στις ΗΠΑ και του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ασφάλεια της Αεροπορίας (European Union Aviation Safety Agency – EASA) στον ευρωπαϊκό χώρο το 2002, ως μετεξέλιξη των διακρατικών οργανισμών ECAC (European Civil Aviation Conference – 1955) και JAA (Joint Aviation Authorities – 1970), στον οποίο υπάγονται οι εθνικές Αρχές Πολιτικής Αεροπορίας 31 ευρωπαϊκών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αξιοπλοΐα και Στρατιωτικά Αεροσκάφη στο Διεθνές Περιβάλλον

Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Σικάγου, τα στρατιωτικά αεροσκάφη – ως κρατικά – εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης, υπόκεινται στην εθνική νομοθεσία και είναι αποκλειστική ευθύνη των κρατών. Ωστόσο, ο Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1139 ορίζει ότι τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες και οι υπηρεσίες που εκτελούνται από τα κρατικά αεροσκάφη διεξάγονται λαμβανομένων δεόντως υπόψη των στόχων του Κανονισμού σχετικά με την ασφάλεια.

Οι ιδιαιτερότητες των αποστολών των στρατιωτικών αεροσκαφών, το γεγονός ότι επιχειρούν πρωταρχικά εντός των εθνικών ορίων των κρατών που ανήκουν, η βασική αρχή ότι η ρύθμιση θεμάτων που αφορούν τις ένοπλες δυνάμεις είναι κυριαρχικό δικαίωμα κάθε κράτους και άλλοι παράγοντες, καθυστέρησαν τη συγκρότηση στρατιωτικών φορέων σε εθνικό επίπεδο, με σκοπό την οργάνωση, θεσμοθέτηση και διαχείριση θεμάτων αξιοπλοΐας, προς εξασφάλιση ισοδύναμου επιπέδου ασφάλειας με εκείνου της πολιτικής αεροπορίας.

Τα τελευταία έτη η αυξημένη ευαισθησία της κοινής γνώμης για θέματα ασφάλειας γενικότερα, σε συνδυασμό με ορισμένα ατυχήματα στρατιωτικών αεροσκαφών, τα οποία έτυχαν ιδιαίτερης δημοσιότητας λόγω των συνθηκών κάτω από τις οποίες συνέβησαν, των θυμάτων που προκλήθηκαν, καθώς και των μακροχρόνιων νομικών επιπλοκών που δημιούργησαν, οδήγησαν πολλές χώρες στη δημιουργία Στρατιωτικών Αρχών Αεροπορίας (Military Aviation Authorities) ή Στρατιωτικών Αρχών Αξιοπλοΐας (Military Airworthiness Authorities), εφεξής αναφερόμενες ως «ΣΑΑ». Τρία από τα πιο χαρακτηριστικά ατυχήματα ήταν:

  • Συντριβή βελγικού αεροσκάφους C-130, το 1996 στην Ολλανδία, με επιβάτες Ολλανδούς στρατιωτικούς, όπου από τους 41 επιβαίνοντες σκοτώθηκαν οι 34.
  • Συντριβή μισθωμένου από το NATO αεροσκάφους Yak-42, το 2003 στην Τουρκία, το οποίο μετέφερε 62 Ισπανούς στρατιώτες από το Αφγανιστάν στην Ισπανία, όπου σκοτώθηκαν όλοι οι επιβαίνοντες.
  • Συντριβή αεροσκάφους Nimrod του Ηνωμένου Βασιλείου, το 2006 στο Αφγανιστάν, το οποίο επιχειρούσε στο πλαίσιο του NATO, όπου σκοτώθηκαν και οι 14 επιβαίνοντες.

Οι χώρες που πρώτες ίδρυσαν ΣΑΑ είναι κυρίως όσες διαθέτουν ανεπτυγμένη αεροναυπηγική βιομηχανία (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Καναδάς, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστραλία κ.ά.). Οι νέες Αρχές ανέπτυξαν νομικό και κανονιστικό πλαίσιο για την αξιοπλοΐα, στις περισσότερες περιπτώσεις υιοθετώντας τα πρότυπα της πολιτικής αεροπορίας με κατάλληλη προσαρμογή στα στρατιωτικά δεδομένα.

Τα τελευταία χρόνια διαμορφώνεται ολοένα αυξανόμενη τάση για στενή συνεργασία των κρατών μελών διαφόρων οργανισμών (NATO, ΕΕ κ.ά.) στον τομέα της αξιοπλοΐας των στρατιωτικών αεροσκαφών, με σκοπό την εναρμόνιση του νομικού και κανονιστικού πλαισίου τους και την αμοιβαία αναγνώριση των ΣΑΑ τους. Βασικοί στόχοι της εν λόγω συνεργασίας είναι:

  • Η επίτευξη υψηλού και ομοιόμορφου επιπέδου ασφάλειας των στρατιωτικών αεροσκαφών εντός των κρατών μελών.
  • Η ανάπτυξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών σε θέματα αξιοπλοΐας, ιδιαίτερα κατά τη συμμετοχή σε πολυεθνικές ασκήσεις και αποστολές.
  • Η εξοικονόμηση χρόνου, κόστους και προσπάθειας με την αποφυγή επανάληψης κοινών λειτουργιών από καθεμία από τις ΣΑΑ χωριστά, για όμοια αεροσκάφη.
  • Η διευκόλυνση ανταλλαγής προϊόντων, υπηρεσιών, πόρων και η δημιουργία ενιαίας «αγοράς» στα κράτη μέλη, με κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο.
  • Η εγκαθίδρυση κοινής βάσης αναφοράς στην αμυντική βιομηχανία για την αντιμετώπιση κοινών απαιτήσεων αξιοπλοΐας, αντί χωριστών απαιτήσεων για κάθε κράτος μέλος.
  • Η διευκόλυνση παροχής πρόσβασης στην εν λόγω «αγορά» από την αμυντική βιομηχανία των κρατών μελών για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών, με κοινούς και διαφανείς κανόνες.

Αξιοπλοΐα στο NATO

Σε ό,τι αφορά το NATO, από το 2006 ξεκίνησε η εξέταση της αναγκαιότητας καθορισμού κοινής πολιτικής επί θεμάτων αξιοπλοΐας για τα αεροσκάφη που το NATO κατέχει, ενοικιάζει ή του διατίθενται από τα κράτη μέλη. Ως αποτέλεσμα των διεργασιών που ακολούθησαν, εκπονήθηκε η πολιτική αξιοπλοΐας του NATO (NATO Airworthiness Policy – NAWP), η οποία εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της Συμμαχίας (North Atlantic Council – NAC) τον Ιούλιο 2013. Σύμφωνα με την υπόψη πολιτική, όλα τα αεροναυτικά προϊόντα, εξαρτήματα και συσκευές που διατίθενται επ’ ωφελεία της Συμμαχίας, θα πρέπει να είναι πιστοποιημένα ως αξιόπλοα από αρχή αξιοπλοΐας αναγνωρισμένης από το NATO και να ελέγχονται και συντηρούνται σύμφωνα με εγκεκριμένες προβλέψεις αξιοπλοΐας σχεδίασης και συντήρησης.

Για την εφαρμογή της NAWP έγιναν αναγκαίες προσαρμογές στη δομή της Συμμαχίας και εκδόθηκαν το Σχέδιο Εφαρμογής της Πολιτικής του NATO για την αξιοπλοΐα (NAWP Implementation Plan), το οποίο εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της Συμμαχίας (NAC) τον Ιούλιο 2016, καθώς και η διαδικασία για την αξιολόγηση και αναγνώριση των ΣΑΑ των κρατών μελών από τη Συμμαχία (NATO Recognition Process – NRP).

Από το 2018 μέχρι και το τέλος του 2022, με την εφαρμογή της διαδικασίας αναγνώρισης, έχουν αναγνωριστεί 20 από τις 30 ΣΑΑ κρατών μελών και 2 ΣΑΑ κρατών εταίρων του NATO, καθώς και οι ΣΑΑ των NAPMA και NAEW&CF (αεροσκάφη E-3A AWACS). Επίσης, έχουν αναγνωρισθεί 29 Αρχές Πολιτικής Αεροπορίας (Civil Aviation Authorities – CAA) κρατών μελών του NATO, μεταξύ αυτών και η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ) (ως μέλος του EASA πριν από τη σύσταση της Αρχής Πολιτικής Αεροπορίας – ΑΠΑ), και 6 CAAs κρατών εταίρων του NATO.

Στις αρχές του 2022 εκκίνησε η διαδικασία αναγνώρισης του συστήματος αξιοπλοΐας στρατιωτικών αεροσκαφών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων από το NATO, με κύριο διαχειριστή – συντονιστή του έργου την ΕΣΑΑ και τη συμμετοχή των τριών Γενικών Επιτελείων. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο 2022, με έκδοση αναφοράς αξιολόγησης (NATO Assessment Report – NAR) και πιστοποιητικού αναγνώρισης (NATO Recognition Certificate – NRC), με ισχύ για 4 έτη (έως Αύγουστο 2026).

Αξιοπλοΐα στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, τον Νοέμβριο 2008 με απόφαση του Συντονιστικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας (European Defence Agency – EDA) σε σύνθεση Υπουργών Άμυνας, συγκροτήθηκε το Military Airworthiness Authorities (MAWA) Forum με στόχο την εναρμόνιση του θεσμικού πλαισίου αξιοπλοΐας για τα αεροσκάφη των στρατιωτικών φορέων των κρατών μελών του EDA. Ειδικότερα, σκοπός του MAWA Forum είναι η ανάπτυξη κοινού ρυθμιστικού πλαισίου, κοινών διαδικασιών πιστοποίησης, κοινής προσέγγισης για την έγκριση οργανισμών που εμπλέκονται στη σχεδίαση, παραγωγή και συντήρηση στρατιωτικών αεροναυτικών προϊόντων, καθώς και στην εκπαίδευση και αδειοδότηση του προσωπικού συντήρησης αυτών.

Υπό την αιγίδα του MAWA Forum, συγκροτήθηκαν ομάδες εργασίας με συμμετοχή εκπροσώπων των ΣΑΑ, των ενόπλων δυνάμεων και άλλων ενδιαφερομένων φορέων των κρατών μελών, οι οποίες εκπόνησαν ένα εναρμονισμένο ευρωπαϊκό πλαίσιο απαιτήσεων για την αξιοπλοΐα των στρατιωτικών αεροσκαφών και ιδίως τις Ευρωπαϊκές Στρατιωτικές Απαιτήσεις Αξιοπλοΐας (European Military Airworthiness Requirements – EMAR). Οι EMAR βασίστηκαν στους αντίστοιχους κανονισμούς της ΕΕ για την πολιτική αεροπορία και προσαρμόστηκαν στις ιδιαιτερότητες των στρατιωτικών αεροσκαφών, έχουν δε συμβουλευτικό χαρακτήρα για τα κράτη μέλη, τα οποία καλούνται να τα υιοθετήσουν στο δικό τους εθνικό κανονιστικό πλαίσιο ή να εναρμονιστούν με αυτά. Όλα τα εγκεκριμένα κείμενα είναι δημοσιευμένα στον ιστότοπο του EDA/MAWA Forum.

Το βασικό κείμενο πολιτικής του EDA για την αξιοπλοΐα είναι το Ευρωπαϊκό Κείμενο Βασικού Πλαισίου Αξιοπλοΐας Στρατιωτικών Αεροσκαφών (European Military Airworthiness Basic Framework Document – BFD), το οποίο εγκρίθηκε σχεδόν από το σύνολο των κρατών μελών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Στο υπόψη κείμενο καθορίζονται οι βασικές αρχές για την επίτευξη των στόχων του οδικού χάρτη της ΕΕ που αφορούν στην αξιοπλοΐα, καθώς και το βασικό πλαίσιο για την αξιοπλοΐα στρατιωτικών αεροσκαφών, ενώ συμπεριλαμβάνεται και η δέσμευση ενσωμάτωσης των EMAR στο εθνικό κανονιστικό – ρυθμιστικό πλαίσιο των κρατών μελών, η οποία και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την αλληλοαναγνώριση των ΣΑΑ των κρατών μελών. Το BFD εγκρίθηκε από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας τον Απρίλιο 2014.

Αξιοπλοΐα στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις

Στην Ελλάδα, μέχρι τη συγκρότηση της ΕΣΑΑ τον Μάρτιο 2021, δεν υπήρχε ενιαίος φορέας και κοινό πλαίσιο για τη διαχείριση θεμάτων αξιοπλοΐας των στρατιωτικών αεροσκαφών. Κάθε Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων διαχειρίζεται τα αεροσκάφη του χωριστά, με την έκδοση και εφαρμογή δικών του κανονισμών και διαταγών, προτύπων και διαδικασιών που εξασφαλίζουν την αξιοπλοΐα των αεροσκαφών και την ασφάλεια πτήσεων. Υπάρχουν επίσης διεθνώς πλέον αναγνωρισμένες δραστηριότητες που αφορούν στην αξιοπλοΐα των στρατιωτικών αεροσκαφών, οι οποίες λόγω απουσίας ενιαίου φορέα και θεσμικού πλαισίου δεν λαμβάνουν χώρα στις Ένοπλες Δυνάμεις, ούτε και στον ελληνικό χώρο γενικότερα (π.χ. πιστοποίηση αεροναυτικών προϊόντων, χορήγηση αδειών και πιστοποιητικών αξιοπλοΐας σε οργανισμούς σχεδίασης, παραγωγής και συντήρησης αεροναυτικών προϊόντων, έκδοση / ανανέωση πιστοποιητικών αξιοπλοΐας αεροσκαφών, αδειοδότηση προσωπικού συντήρησης αεροσκαφών κ.ά.).

Στην Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ), τον Σεπτέμβριο 2011 δημιουργήθηκε ειδικό τμήμα για τη διαχείριση θεμάτων αξιοπλοΐας στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας (ΓΕΑ). Το υπόψη τμήμα διαχειρίστηκε θέματα αξιοπλοΐας της ΠΑ, ενώ προσωπικό του εκπροσωπούσε το ΥΠΕΘΑ στις ομάδες εργασίας και τις σχετικές με την αξιοπλοΐα δραστηριότητες του NATO και του EDA από το 2011. Κατόπιν σχετικής εισήγησης του ΓΕΑ, τον Απρίλιο 2014 ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κείμενο Βασικού Πλαισίου Αξιοπλοΐας Στρατιωτικών Αεροσκαφών (European Military Airworthiness Basic Framework Document – BFD) του EDA.

Το θέμα της δημιουργίας ενιαίου φορέα αξιοπλοΐας στο ΥΠΕΘΑ, ο οποίος πέραν των αεροσκαφών των ΕΔ θα κάλυπτε και τις ανάγκες στο πεδίο της  αξιοπλοΐας στρατιωτικών αεροσκαφών τρίτων μερών (εκτός των ΕΔ), μελετήθηκε από διακλαδικές ομάδες εργασίας από το 2012 έως το 2014. Η επεξεργασία των εισηγήσεων που διατυπώθηκαν από τις εν λόγω ομάδες εργασίας, οδήγησε στην ανάληψη σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας από το ΥΠΕΘΑ και κατέληξε στη σύσταση της Εθνικής Στρατιωτικής Αρχής Αξιοπλοΐας (ΕΣΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν.4609/2019 (Α’67) και ακολούθως στον καθορισμό των απαιτήσεων αξιοπλοΐας στρατιωτικών αεροσκαφών και την οργάνωση της ΕΣΑΑ σύμφωνα με το π.δ.85/2020 (Α’198). Η ΕΣΑΑ συγκροτήθηκε τον Μάρτιο 2021.